Φόλκμαν

Φόλκμαν
ο, Ν
φρ. «πόροι Φόλκμαν» και, παλ. όρος, «φολκμάνειοι σωλήνες»
ανατ. αγγειοφόρα σωληνάρια τής οστικής ουσίας τα οποία εκπορεύονται από το περιόστεο και συνδέουν μεταξύ τους τα αγγεία τών αβέρσειων σωληναρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (Richard) Volkmann, όν. Γερμανού χειρουργού τού 19ου αιώνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”